- προαναλογίζω
- Αδιατυπώνω μελέτη εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀναλογίζομαι «σκέφτομαι, υπολογίζω, εξετάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαναλογισαμένης — προαναλογίζω aduance a consideration previously aor part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναλογισθέντων — προαναλογίζω aduance a consideration previously aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)